- ἔμβρεφος
- ἔμβρεφοςboy-likemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμβρεφος — ἔμβρεφος, ον (Α) (για τον Έρωτα) όμοιος με βρέφος … Dictionary of Greek